ουρανίσκο

ουρανίσκο
damak

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ε, ε — Το πέμπτο γράμμα του ελληνικού, του λατινικού και των νεότερων ευρωπαϊκών αλφαβήτων. Προήλθε από το πέμπτο γράμμα του φοινικικού αλφαβήτου  που απέδιδε τον δασύ φθόγγο He (= θυρίδα). Ενώ όμως στο συλλαβογραφικό φοινικικό αλφάβητο το He είχε… …   Dictionary of Greek

  • βάτραχος — (rana). Αμφίβιο που ανήκει στο γένος ράνη της οικογένειας των ρανίδων. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο β. ο κοινόςπράσινοςεδώδιμος. Ο λαός τον αποκαλεί και βατράχι, βαθράκι, βαθρακό, μπάκακα και βάθρακα. Το στόμα του είναι πολύ ευρύ και… …   Dictionary of Greek

  • βλάχος — Ολόστεο ψάρι της τάξης των περκομόρφων, της οικογένειας των σερρανιδών. Ονομάζεται επιστημονικά πολυτφίων ο πρηνής.Είναι μεγαλόσωμος (το μήκος του φτάνει τα 2 μ. και το ύψος του τα 70 εκ.), έχει σχήμα ωοειδές και καλύπτεται από αγκαθωτά λέπια. Η… …   Dictionary of Greek

  • γαστρονομία — Η τέχνη της παρασκευής των φαγητών έτσι που να γίνονται νόστιμα και ορεκτικά. Ο άνθρωπος της παλαιολιθικής εποχής, επειδή δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη φωτιά, ήταν υποχρεωμένος να τρέφεται με ωμά κρέατα και καρπούς· επομένως η πρώτη στοιχειώδης… …   Dictionary of Greek

  • ζέα — η (ΑΜ ζέα, Α και ζέη) νεοελλ. γένος φυτών τής οικογένειας τών αγρωστωδών μσν. 1. γραμμή, ρυτίδα στον ουρανίσκο τού αλόγου 2. ο ουρανίσκος τού αλόγου αρχ. 1. η ζειά* 2. «λιβανωτίς κάρπιμος». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζειά] …   Dictionary of Greek

  • κυκλόστομοι — (cyclostomata). Τάξη άγναθων ψαριών, η οποία περιλαμβάνει 45 είδη. Έχουν κυλινδρικό, επίμηκες σώμα, εφοδιασμένο μόνο με άζυγα πτερύγια· το νωτιαίο πτερύγιο προεκτείνεται σχηματίζοντας το ουραίο και το εδρικό πτερύγιο. Το δέρμα είναι γυμνό, λείο… …   Dictionary of Greek

  • λουφάρι — Κοινή ονομασία τελεόστεων ψαριών του είδουςPomatomus saltator, της οικογένειας των ποματιδών, της τάξης των περκομόρφων. Έχει μακρύ και πεπιεσμένο σώμα με μικρά, κυκλοειδή λέπια· η κάτω γνάθος είναι μακρύτερη και προεξέχει από την επάνω. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • λούτσος — Κοινή ονομασία τελεόστεων ψαριών του γένους Εsox, της οικογένειας των εσοκιδών, της τάξης των κλουπεομόρφων. Κυριότερος αντιπρόσωπος είναι το είδος Εsox lucius. Το σώμα του καλύπτεται ολόκληρο από λεπτά λέπια και είναι επίμηκες, με μέγιστο μήκος… …   Dictionary of Greek

  • ουρανικός — (I) ή, ό γραμμ. (για σύμφωνο) αυτός που προφέρεται με τον ουρανίσκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανός. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Ν. Χατζιδάκι]. (II) ή, ό [ουράνιο] χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χημικό στοιχείο ουράνιο («ουρανικό οξύ») …   Dictionary of Greek

  • ουρανισκοπλασ(τ)ία — η ιατρ. πλαστική εγχείρηση στον ουρανίσκο για να διορθωθεί το λυκόστομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανίσκος + πλάσσω] …   Dictionary of Greek

  • ουρανισκόφωνος — η, ο γραμμ. αυτός που κατ εξοχήν προφέρεται με τον ουρανίσκο («ουρανισκόφωνοι φθόγγοι» τα άφωνα κ, γ, χ, αλλ. ουρανικά). [ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανίσκος + φωνή (πρβλ. χειλό φωνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Εμ. Φωτιάδη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”